-
1 προσηνής
A soft, gentle, Emp.130, etc.;ξενία Pi.P.10.64
;γλίσχρασμα λεῖον.. καὶ π. Hp.Acut.10
; προσανέα πίνειν drink soothing draughts, Pi. P.3.52, cf. Hp.Acut.21;αἱ κατὰ σάρκα.. -εῖς κινήσεις Epicur.Fr. 411
;τὰ -έστατα βρωτὰ καὶ ποτά D.S.17.28
; τόπος ἐνδιατρῖψαι.. -έστατος most pleasant, Id.3.69;τὰ ἀπήνεμα καὶ π. D.Chr.6.33
;π. ὁμιλίαι Plu.2.46e
;λεία καὶ π. κίνησις Ph.1.322
; π. τι λέγειν speak smooth things, Th.6.77;φίλα καὶ π. Plu.2.466d
;τὸ μειλιχῶδες καὶ π. Cerc. 18 ii 10
;τὸ π. τοῦ φθέγματος Luc.Rh.Pr.12
.2 c. dat., λύχνῳ π., i.e. suitable, fit for burning, Hdt.2.94.3 of persons, gentle, kind,οὐδ' ἀστοῖσι π. Anacr.15
;π. ἐγένετο τῇ συγκλήτῳ IG5(2).268.29
(Mantinea, i B.C.);τοῖς φίλοις οὐ π. οὐδὲ ἡδύς Plu. Nic.5
;εὔνους καὶ π. Id.2.708c
;-έστερα.. τὰς ψυχὰς τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων Arist.Phgn. 809a31
;τῷ ἤθει -έστατος Plu.Phoc.5
;π. τὸ βλέμμα Luc.Pisc.13
; alsoπ. ὄψις Men.584
; τὸ π. αὐτοῦ the enticement of it, Epict.Ench.34: irreg. [comp] Sup.προσηνότατος IPE2.197.8
(ii A.D.).II Adv. - νῶς gently,εἰς ὕπνον κατενεχθείς D.S.2.57
; π. λοῦσαι, ἐμβρέξαι, Plu.2.55a,74d; γῆρας π. φέρειν ib.100d;διάγειν D.Chr.32.53
, cf. Plot.2.1.7: [comp] Comp.-εστέρως, ἡ γεῦσις π. ἀποδέχεται τὰ λιτὰ τῶν ἐδεσμάτων Plb.38.5.7
. (Cf. ἀπηνής.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσηνής
-
2 ὑψηλός
ὑψηλός, ή, όν (also -ός, όν Demetr.Troezen.1 Diels): [comp] Comp. and [comp] Sup. -ότερος, -ότατος, and irreg.A- έστατος Paus.5.13.9
: ([etym.] ὕψι, ὕψος): —high, lofty,θάλαμος Od.1.426
;πύργος Il.3.384
, etc.; of a highland country,χώρη ὀρεινὴ.. καὶ ὑψηλή Hdt. 1.110
;ὑψλὰ χωρία Th.3.97
; and ὑψηλά alone, Pl.Lg. 732c; ἐφ' ὑψηλοῦ εἶναι, καθῆσθαι, X.HG4.5.4, Luc. Rh.Pr.6;ἐν ὑψηλῷ τινι καταστάς Plu.Eum. 17
;ἀπὸ ὑψηλοῦ κρεμασθείς Pl.Tht. 175d
;ἀφ' ὑψηλοτέρου καθορῶντες X.HG6.2.29
; ἐποικοδομήσαντες ὑψηλότερον [τὸ τεῖχος] Th.7.4. Adv.,- λῶς καθήμενος Pherecr. 64
.II metaph., high, lofty, stately, proud, ὄλβος, ἀρεταί, κλέος, Pi.O.2.22, 5.1, P.3.111;τέχνη θεσπεσία τις καὶ ὑ. Pl.Euthd. 289e
;ὑ. καὶ χαύνη ἐλπίς Id.Ep. 341e
; ὑψηλὰ κομπεῖν talk high and boastfully, S.Aj. 1230.2 of persons, opp. δυσδαίμων, E.Hel. 418;ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Id.Heracl. 613
(lyr.);ἐπὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑ. εἶναι Id.Hipp. 730
;ἐπὶ τούτοις ὑ. ἐξαρεῖν αὑτόν Pl.R. 494d
, cf. And.3.7, Aeschin.2.174; [δαίμονα] ὑ. αἴρειν E.Supp. 555
;τὸ νέον ἅπαν ὑ. καὶ θρασύ Metrod.Fr.57
;αὑτὸν παρέχειν -ότερον λημμάτων Luc.Nigr. 25
;ὑ. τῷ ἤθει Plu. Dio4
.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский